ενθρονισμός

ενθρονισμός
ενθρονισμός ο
интронизация – процесс вступления на кафедру патриарха, епископа или игумена монастыря
Этим.
дргр. < ενθρονίζω «восходить, возводить на престол» < θρόνος «престол, трон»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ενθρονισμός" в других словарях:

  • ἐνθρονισμός — enthroning masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενθρονισμός — και ενθρονιασμός, ο (AM ἐνθρονισμός) [ενθρονίζω] η άνοδος αρχιερέα ή ηγεμόνα στον θρόνο νεοελλ. εγκατάσταση και παραμονή ανεπιθύμητου ανθρώπου σ έναν χώρο μσν. 1. εγκαίνια εκκλησίας ή αγίας τράπεζας 2. τίτλος τών προσοδίων* τού Πινδάρου 3. βιβλίο …   Dictionary of Greek

  • ενθρονισμός — ο βλ. ενθρόνιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνθρονισμοῦ — ἐνθρονισμός enthroning masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθρονισμούς — ἐνθρονισμός enthroning masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθρονισμόν — ἐνθρονισμός enthroning masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Интронизация — Архиепископа Афинского Иеронима Инт …   Википедия

  • Настолование — Интронизация (греч. ένθρονισμός) или настолование (славянская калька с греческого)  торжественное чинопоследование (общественное богослужение), во время которого совершается возведение новоизбранного епископа (в ностоящее время предстоятелей… …   Википедия

  • ενθρόνιση — και ενθρονίαοη, η (Μ ἐνθρόνισις) [ενθρονίζω] ενθρονισμός, εγκαινίαση («ενθρόνιση αρχιερέα» «παραγενέσθαι εἰς τὴν τοῡ ναοῡ ἐνθρονίασιν», Ιω. Δαμασκ.) …   Dictionary of Greek

  • θρόνωσις — θρόνωσις, ἡ (Α) [θρονούμαι] ο ενθρονισμός αυτών που είχαν μυηθεί στα μυστήρια τών Κορυβάντων …   Dictionary of Greek

  • ενθρόνιση — ενθρόνιση, η και ενθρονισμός, ο 1. η εγκατάσταση σε θρόνο. 2. η αναιδής παραμονή απρόσκλητου ατόμου σε κάποιο μέρος, το θρόνιασμα (αντίθ. εκθρόνιση) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»